- λοχαγέτας
- λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί τού άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῡντες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + -ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ-αγέτας, λ-αγέτας].
Dictionary of Greek. 2013.